κοκάρι

κοκάρι
κοκάρι, το και κουκάρι, το
μικροί βολβοί κρεμμυδιού που χρησιμοποιούνται για μεταφύτεψη, κρεμμυδόσπορος: Αλείφουμε το κοκάρι με λίγο λάδι προτού το φυτέψουμε.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ξακρίζω — ξάκρισα, ξακρίστηκα, ξακρισμένος 1. κάνοντας κάτι φτάνω σε όλα τα άκρα: Όταν σκουπίζεις να ξακρίζεις. 2. για χωράφι, ανοίγω τις άκρες του ως εκεί που δεν μπορεί να φτάσει το αλέτρι: Ξάκριζε το χωράφι σου και μη λυπάσαι τα στάχυα που πέφτουν… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”